υπόψυχρος

υπόψυχρος
-η, -ο / ὑπόψυχρος, -ον, ΝΜΑ
κάπως ψυχρός
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί ρίγος, παγερός
2. μτφ. α) ανούσιος, μονότονος, κρύος («κωμικοὶ ὑπόψυχροι», λεξ. Σούδα)
β) παράλογος, ανόητος, γελοίος («ζήτημα ὑπόψυχρον», Ερμογ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ψυχρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑπόψυχρος — somewhat cold masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόψυχρον — ὑπόψυχρος somewhat cold masc/fem acc sg ὑπόψυχρος somewhat cold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψύχροις — ὑπόψυχρος somewhat cold masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψύχρου — ὑπόψυχρος somewhat cold masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψύχρους — ὑπόψυχρος somewhat cold masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψύχρων — ὑπόψυχρος somewhat cold masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψύχρῳ — ὑπόψυχρος somewhat cold masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόψυχρα — ὑπόψυχρος somewhat cold neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόψυχροι — ὑπόψυχρος somewhat cold masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δροσιά — Βλ. λ. δρόσος. * * * και δροσά, η (AM δροσία Α και δροσίη Μ και δροσά) [δρόσος] η δρόσος μσν. νεοελλ. 1. υπόψυχρος, ευχάριστος άνεμος 2. δροσερό, σκιερό μέρος 3. φρεσκάδα, ομορφιά 4. ευχαρίστηση, χαρά 5. φρ. «δροσιά δεν αξίζουν» δεν αξίζουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”